Ὀδυσεύς

Ὀδυσεύς
Ὀδυσσεύς
Odysseus
masc nom sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ὀδυσεῦς — Ὀδυσσεύς Odysseus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οδυσσεύς — και Οδυσσέας, ο (Α Ὀδυσσεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος, και Οὐλιξεύς και Οὐλίξης και Ὀλυσεύς και Ὀλυσσεύς και Ὀλυτεύς και Ὀλυττεύς και Ὀλισεύς και Ὀλυσσεύς και, επικ. τ., Ὀδυσεύς, εῡς) μυθικός βασιλιάς τής Ιθάκης, κεντρικός ήρωας της Οδύσσειας.… …   Dictionary of Greek

  • έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… …   Dictionary of Greek

  • οιούμαι — οἰοῡμαι, όομαι (Α) [οίος (Ι)] (επικ. τ.) (συν. εύχρηστο στο γ εν. προσ. αορ.) οἰώθη 1. μένω μόνος, εγκαταλείπομαι («οἰώθη δ Ὀδυσεὺς δουρικλυτός, οὐδέ τις αὐτῷ Ἀργείων παρέμεινεν», Ομ. Ιλ.) 2. λησμονούμαι, ξεχνιέμαι («Τρώων δ οἰώθη καὶ Ἀχαιῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”